νεαράς

νεαράς
νεαρά̱ς , νεαρός
youthful
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεαρᾶς — νεαρός youthful fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аспар — Флавий Ардавур Аспар лат. Flavius Ardabur Aspar …   Википедия

  • AUTHENTICA — vulgus Interpretum et Pragmaticorum vocat, quae τὰς Νεαρὰς et Novellas Constitutiones, et ipse Iustinianus eiusque Interpres Iulianus Patritius et Interpretes Graeci veteres appellant; Cur vero Authentici nomine, Constitutionum hoc volumen… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …   Dictionary of Greek

  • κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ЕКАТЕРИНЫ ВЕЛИКОМУЧЕНИЦЫ МОНАСТЫРЬ НА СИНАЕ — [῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίας Αἰκατερίνης τοῦ Θεοβαδίστου ῎Ορους Σινᾶ], автономный, самоуправляемый, муж., общежительный, расположен в юж. части Синайского п ова. Игуменом Е. в. м. является архиепископ Синайский, Фаранский и Раифский (подробнее см. в ст.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”